- προσόψημα
- -ήματος, τὸ, ΜΑκαθετί που τρώγεται μαζί ή παράλληλα με το κυρίως γεύμα («ἐνίοτε δὲ ἐλαιῶν καὶ τῶν λιτοτάτων προσοψημάτων», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὄψημα «προσφάγι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσόψημα — anything eaten with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψημάτων — προσόψημα anything eaten with neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήμασι — προσόψημα anything eaten with neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήμασιν — προσόψημα anything eaten with neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήματα — προσόψημα anything eaten with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήματι — προσόψημα anything eaten with neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήματος — προσόψημα anything eaten with neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσσόπλουτον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «προσόψημα τὸ σκώληκα ποιῆσαν» … Dictionary of Greek
προσέψημα — ήματος, τὸ, Α [προσέψω] προσόψημα* … Dictionary of Greek